μελίκηρον

μελίκηρον
μελίκηρον
neut nom/voc/acc sg
μελίκηρος
beeswax
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελίκηρον — μελίκηρον, τὸ (Α) 1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα 2. είδος αμπέλου, μελικηρίς* («γεννᾱται δ ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους… …   Dictionary of Greek

  • μελικήρῳ — μελίκηρον neut dat sg μελίκηρος beeswax masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικήριον — μελικήριον, τὸ (Α) [μελίκηρον] κηρήθρα …   Dictionary of Greek

  • μελικήρωι — μελικήρῳ , μελίκηρον neut dat sg μελικήρῳ , μελίκηρος beeswax masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίκηρα — spawn of the murex fem nom/voc sg μελίκηρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”